Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άνουσος — ἄνουσος, ον (Α) ιων. βλ. άνοσος … Dictionary of Greek
άνοσος — η, ο (Α ἄνοσος κ. ἄνουσος, ον) νεοελλ. αρχ. 1. ο χωρίς νόσο, ασθένεια, υγιής 2. (με γεν.) απρόσβλητος από ασθένεια, αβλαβής 3. (για χρονική περίοδο) ο χωρίς ασθένεια, ελεύθερος από ασθένεια … Dictionary of Greek